σῦλαι

σῦλαι
σύλη
the right of seizing the ship
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συλᾶι — σῡλᾷ , συλάω strip off pres subj mp 2nd sg σῡλᾷ , συλάω strip off pres ind mp 2nd sg (epic) σῡλᾷ , συλάω strip off pres subj act 3rd sg σῡλᾷ , συλάω strip off pres ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύλαι — σύ̱λᾱͅ , σύλη the right of seizing the ship fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύλη — η, ΝΑ η λεία αρχ. 1. το δικαίωμα κατάσχεσης τού πλοίου ή και τού φορτίου που ανήκε σε ξένο έμπορο ως αποζημίωση για βλάβη που αυτός προκάλεσε ή και για οφειλή ληξιπρόθεσμη, καθώς και η άσκηση τού παραπάνω δικαιώματος 2. (κυρίως στον πληθ.) αἱ… …   Dictionary of Greek

  • σύλο — το / σῡλον, ΝΑ η σύλη αρχ. 1. φορτίο πλοίου που έχει κατασχεθεί 2. κατακράτηση πραγμάτων, εμπορευμάτων 3. σύληση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χρησιμοποιήθηκε αρχικά στον πληθ. σῦλα (τὰ) καί μτγν. στον ενικό αριθμό σῦλον (τὸ) (πρβλ. και σῦλαι > σύλη). Για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”